Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
βαθυδίνης
βαθύζωνος
βαθύκολπος
βαθύλειμος
βαθυλήϊος
βαθύνω
βαθυρρείτης
βαθύρροος
βαθύς
βαθύσχοινος
βαίνω
βάλανος
βάλλω
βαμβαίνω
βάν
βάπτω
βαρβαρόφωνος
βάρδιστος
βαρέω
βαρύθω
βαρύνω
View word page
βαίνω
ShortDef
to walk, step
Debugging
Headword:
βαίνω
Headword (normalized):
βαίνω
Headword (normalized/stripped):
βαινω
IDX:
1670
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1671
Key:
Data
{'content': ''}