Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

βάζω
βάθιστος
βαθυδινήεις
βαθυδίνης
βαθύζωνος
βαθύκολπος
βαθύλειμος
βαθυλήϊος
βαθύνω
βαθυρρείτης
βαθύρροος
βαθύς
βαθύσχοινος
βαίνω
βάλανος
βάλλω
βαμβαίνω
βάν
βάπτω
βαρβαρόφωνος
βάρδιστος
View word page
βαθύρροος

[as βαθυρρείτης.]

= βαθυρρείτης. Il. 6.422, Il. 14.311, Il. 21.8: Od. 11.13, Od. 19.434.

ShortDef

deep-flowing, brimming

Debugging

Headword:
βαθύρροος
Headword (normalized):
βαθύρροος
Headword (normalized/stripped):
βαθυρροος
IDX:
1667
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1668
Key:

Data

{'content': '<p>[as βαθυρρείτης.]</p> <p>= βαθυρρείτης. Il. 6.422, Il. 14.311, Il. 21.8: Od. 11.13, Od. 19.434.</p>'}