Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄωτος
βάδην
βάζω
βάθιστος
βαθυδινήεις
βαθυδίνης
βαθύζωνος
βαθύκολπος
βαθύλειμος
βαθυλήϊος
βαθύνω
βαθυρρείτης
βαθύρροος
βαθύς
βαθύσχοινος
βαίνω
βάλανος
βάλλω
βαμβαίνω
βάν
βάπτω
View word page
βαθύνω
[βαθύς.]
ShortDef
to deepen, hollow out
Debugging
Headword:
βαθύνω
Headword (normalized):
βαθύνω
Headword (normalized/stripped):
βαθυνω
IDX:
1665
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1666
Key:
Data
{'content': '<p>[βαθύς.]</p>'}