Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀωτέω
ἄωτος
βάδην
βάζω
βάθιστος
βαθυδινήεις
βαθυδίνης
βαθύζωνος
βαθύκολπος
βαθύλειμος
βαθυλήϊος
βαθύνω
βαθυρρείτης
βαθύρροος
βαθύς
βαθύσχοινος
βαίνω
βάλανος
βάλλω
βαμβαίνω
βάν
View word page
βαθυλήϊος

[βαθύς + λήϊον.]

ShortDef

with deep crop, very fruitful

Debugging

Headword:
βαθυλήϊος
Headword (normalized):
βαθυλήϊος
Headword (normalized/stripped):
βαθυληιος
IDX:
1664
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1665
Key:

Data

{'content': '<p>[βαθύς + λήϊον.]</p>'}