Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄωρτο
ἀωτέω
ἄωτος
βάδην
βάζω
βάθιστος
βαθυδινήεις
βαθυδίνης
βαθύζωνος
βαθύκολπος
βαθύλειμος
βαθυλήϊος
βαθύνω
βαθυρρείτης
βαθύρροος
βαθύς
βαθύσχοινος
βαίνω
βάλανος
βάλλω
βαμβαίνω
View word page
βαθύλειμος

-ον

[βαθύς + λειμών.]

ShortDef

with deep, rich meadows

Debugging

Headword:
βαθύλειμος
Headword (normalized):
βαθύλειμος
Headword (normalized/stripped):
βαθυλειμος
IDX:
1663
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1664
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[βαθύς + λειμών.]</p>'}