Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄψορρος
ἅψος
ἄω
ἄωρος
ἄωρτο
ἀωτέω
ἄωτος
βάδην
βάζω
βάθιστος
βαθυδινήεις
βαθυδίνης
βαθύζωνος
βαθύκολπος
βαθύλειμος
βαθυλήϊος
βαθύνω
βαθυρρείτης
βαθύρροος
βαθύς
βαθύσχοινος
View word page
βαθυδινήεις

-εντος

[βαθύς + δίνη.]

Deep-eddying: ξάνθου Il. 21.15, Σκάμανδρον 603.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βαθυδινήεις
Headword (normalized):
βαθυδινήεις
Headword (normalized/stripped):
βαθυδινηεις
IDX:
1659
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1660
Key:

Data

{'content': '<p>-εντος</p> <p>[βαθύς + δίνη.]</p> <p>Deep-eddying: ξάνθου Il. 21.15, Σκάμανδρον 603.</p>'}