Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀείδω
ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικελίως
ἀεικής
ἀεικίζω
αἴρω
ἀεκαζόμενος
ἀεκήλιος
ἀέκητι
ἀέκων
ἄελλα
ἀελλής
ἀελλόπος
ἀελπής
ἀελπτέω
ἀενάων
ἀέξω
ἀεργίη
ἀεργός
ἀέρθη
View word page
ἀέκων

-ουσα (ἀϝέκων) [ἀ-1 + (ϝ)εκών.]

ShortDef

against one's will, unwilling

Debugging

Headword:
ἀέκων
Headword (normalized):
ἀέκων
Headword (normalized/stripped):
αεκων
IDX:
165
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.166
Key:

Data

{'content': '<p>-ουσα\n(ἀϝέκων)\n[ἀ-1 + (ϝ)εκών.]</p>'}