Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀψόρροος
ἄψορρος
ἅψος
ἄω
ἄωρος
ἄωρτο
ἀωτέω
ἄωτος
βάδην
βάζω
βάθιστος
βαθυδινήεις
βαθυδίνης
βαθύζωνος
βαθύκολπος
βαθύλειμος
βαθυλήϊος
βαθύνω
βαθυρρείτης
βαθύρροος
βαθύς
View word page
βάθιστος

superl. βαθύς.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βάθιστος
Headword (normalized):
βάθιστος
Headword (normalized/stripped):
βαθιστος
IDX:
1658
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1659
Key:

Data

{'content': '<p>superl. βαθύς.</p>'}