Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἅψατο
ἁψίς
ἀψόρροος
ἄψορρος
ἅψος
ἄω
ἄωρος
ἄωρτο
ἀωτέω
ἄωτος
βάδην
βάζω
βάθιστος
βαθυδινήεις
βαθυδίνης
βαθύζωνος
βαθύκολπος
βαθύλειμος
βαθυλήϊος
βαθύνω
βαθυρρείτης
View word page
βάδην

[βα-, βαίνω.]

ShortDef

step by step

Debugging

Headword:
βάδην
Headword (normalized):
βάδην
Headword (normalized/stripped):
βαδην
IDX:
1656
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1657
Key:

Data

{'content': '<p>[βα-, βαίνω.]</p>'}