Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄψ
ἅψατο
ἁψίς
ἀψόρροος
ἄψορρος
ἅψος
ἄω
ἄωρος
ἄωρτο
ἀωτέω
ἄωτος
βάδην
βάζω
βάθιστος
βαθυδινήεις
βαθυδίνης
βαθύζωνος
βαθύκολπος
βαθύλειμος
βαθυλήϊος
βαθύνω
View word page
ἄωτος
ShortDef
without ears
Debugging
Headword:
ἄωτος
Headword (normalized):
ἄωτος
Headword (normalized/stripped):
αωτος
IDX:
1655
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1656
Key:
Data
{'content': ''}