Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄχρἱς)
ἀχυρμιή
ἄψ
ἅψατο
ἁψίς
ἀψόρροος
ἄψορρος
ἅψος
ἄω
ἄωρος
ἄωρτο
ἀωτέω
ἄωτος
βάδην
βάζω
βάθιστος
βαθυδινήεις
βαθυδίνης
βαθύζωνος
βαθύκολπος
βαθύλειμος
View word page
ἄωρτο
3 sing. plupf. pass. ἀείρω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἄωρτο
Headword (normalized):
ἄωρτο
Headword (normalized/stripped):
αωρτο
IDX:
1653
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1654
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. plupf. pass. ἀείρω.</p>'}