Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀχρημοσύνη
ἄχρἱς)
ἀχυρμιή
ἄψ
ἅψατο
ἁψίς
ἀψόρροος
ἄψορρος
ἅψος
ἄω
ἄωρος
ἄωρτο
ἀωτέω
ἄωτος
βάδην
βάζω
βάθιστος
βαθυδινήεις
βαθυδίνης
βαθύζωνος
βαθύκολπος
View word page
ἄωρος
[perh. fr. αἰωρέω = ἀείρω.]
ShortDef
untimely, unseasonable
pendulous, waving about
sleep
Debugging
Headword:
ἄωρος
Headword (normalized):
ἄωρος
Headword (normalized/stripped):
αωρος
IDX:
1652
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1653
Key:
Data
{'content': '<p>[perh. fr. αἰωρέω = ἀείρω.]</p>'}