Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄχομαι
ἄχος
ἀχρεῖος
ἀχρημοσύνη
ἄχρἱς)
ἀχυρμιή
ἄψ
ἅψατο
ἁψίς
ἀψόρροος
ἄψορρος
ἅψος
ἄω
ἄωρος
ἄωρτο
ἀωτέω
ἄωτος
βάδην
βάζω
βάθιστος
βαθυδινήεις
View word page
ἄψορρος
[ἄψ + (perh.) ἐρσ-, L. erro. Cf. παλίνορσος.]
ShortDef
going back, backwards
Debugging
Headword:
ἄψορρος
Headword (normalized):
ἄψορρος
Headword (normalized/stripped):
αψορρος
IDX:
1649
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1650
Key:
Data
{'content': '<p>[ἄψ + (perh.) ἐρσ-, L. erro. Cf. παλίνορσος.]</p>'}