Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀεθλοφόρος
ἀείδω
ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικελίως
ἀεικής
ἀεικίζω
αἴρω
ἀεκαζόμενος
ἀεκήλιος
ἀέκητι
ἀέκων
ἄελλα
ἀελλής
ἀελλόπος
ἀελπής
ἀελπτέω
ἀενάων
ἀέξω
ἀεργίη
ἀεργός
View word page
ἀέκητι
[ἀέκων.]
With genit.
ShortDef
against one's will
Debugging
Headword:
ἀέκητι
Headword (normalized):
ἀέκητι
Headword (normalized/stripped):
αεκητι
IDX:
164
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.165
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀέκων.]</p> <p>With genit.</p>'}