Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄεθλον
ἆθλος
ἀεθλοφόρος
ἀείδω
ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικελίως
ἀεικής
ἀεικίζω
αἴρω
ἀεκαζόμενος
ἀεκήλιος
ἀέκητι
ἀέκων
ἄελλα
ἀελλής
ἀελλόπος
ἀελπής
ἀελπτέω
ἀενάων
ἀέξω
View word page
ἀεκαζόμενος

-η.

ShortDef

against one's will, unwilling

Debugging

Headword:
ἀεκαζόμενος
Headword (normalized):
ἀεκαζόμενος
Headword (normalized/stripped):
αεκαζομενος
IDX:
162
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.163
Key:

Data

{'content': '<p>-η.</p>'}