Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀφέτην
ἀφήῃ
ἀφῆκε
ἄφημαι
ἀφήσω
ἀφήτωρ
ἄφθιτος
ἀφίημι
ἀφικάνω
ἀφικνέομαι
ἀφίστημι
ἄφλαστον
ἀφλοισμός
ἀφνειός
ἀφοπλίζομαι
ἀφορμάω
ἁφόωντα
ἀφραδέω
ἀφραδέως
ἀφραδής
ἀφραδίη
View word page
ἀφίστημι

[ἀφ-, ἀπο- 1, ἀπο- 4 5.]

ShortDef

to put away, remove; (mid.) revolt

Debugging

Headword:
ἀφίστημι
Headword (normalized):
ἀφίστημι
Headword (normalized/stripped):
αφιστημι
IDX:
1604
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1605
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀφ-, ἀπο- 1, ἀπο- 4 5.]</p>'}