Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄδυτον
ἀεθλεύω
ἀέθλιον
ἄεθλον
ἆθλος
ἀεθλοφόρος
ἀείδω
ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικελίως
ἀεικής
ἀεικίζω
αἴρω
ἀεκαζόμενος
ἀεκήλιος
ἀέκητι
ἀέκων
ἄελλα
ἀελλής
ἀελλόπος
ἀελπής
View word page
ἀεικής
-ές (ἀϝεικής) [ἀ-1 + (ϝ)είκω1.]
Dat. pl. ἀεικέσσι Il. 2.264.
ShortDef
unseemly, shameful
Debugging
Headword:
ἀεικής
Headword (normalized):
ἀεικής
Headword (normalized/stripped):
αεικης
IDX:
159
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.160
Key:
Data
{'content': '<p>-ές (ἀϝεικής) \n[ἀ-1 + (ϝ)είκω1.]</p> <p>Dat. pl. ἀεικέσσι Il. 2.264.</p>'}