Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄασε
ἀάσχετος
ἀᾶται
ἄατος
ἀβακέω
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχρός
ἄβρομος
ἀβροτάξω
ἀβρότη
ἀγάασθε
ἄγαγον
ἀγαθός
ἀγαίομαι
ἀγακλεής
ἀγακλειτός
ἀγακλυτός
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἄγαμαι
View word page
ἀβρότη

App. = ἀμβροσιν,

fem. of ἀμβρόσιος: νύξ Il. 14.78.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀβρότη
Headword (normalized):
ἀβρότη
Headword (normalized/stripped):
αβροτη
IDX:
15
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.16
Key:

Data

{'content': '<p>App. = ἀμβροσιν,</p> <p>fem. of ἀμβρόσιος: νύξ Il. 14.78.</p>'}