Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀφέηκε
ἀφείη
ἀφεῖλε
ἀφέλοντο
ἀφελών
ἄφενος
ἀφέξω
ἀφεσταίη
ἀφεσταότες
ἀφεστᾶσι
ἀφεστήκει
ἀφέτην
ἀφήῃ
ἀφῆκε
ἄφημαι
ἀφήσω
ἀφήτωρ
ἄφθιτος
ἀφίημι
ἀφικάνω
ἀφικνέομαι
View word page
ἀφεστήκει

3 sing. plupf. ἀφίστημι B.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀφεστήκει
Headword (normalized):
ἀφεστήκει
Headword (normalized/stripped):
αφεστηκει
IDX:
1593
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1594
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. plupf. ἀφίστημι B.</p>'}