Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἅδος
ἄδυτον
ἀεθλεύω
ἀέθλιον
ἄεθλον
ἆθλος
ἀεθλοφόρος
ἀείδω
ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικελίως
ἀεικής
ἀεικίζω
αἴρω
ἀεκαζόμενος
ἀεκήλιος
ἀέκητι
ἀέκων
ἄελλα
ἀελλής
ἀελλόπος
View word page
ἀεικελίως

[adv. fr. ἀεικέλιος.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀεικελίως
Headword (normalized):
ἀεικελίως
Headword (normalized/stripped):
αεικελιως
IDX:
158
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.159
Key:

Data

{'content': '<p>[adv. fr. ἀεικέλιος.]</p>'}