Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἅδοι
ἅδος
ἄδυτον
ἀεθλεύω
ἀέθλιον
ἄεθλον
ἆθλος
ἀεθλοφόρος
ἀείδω
ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικελίως
ἀεικής
ἀεικίζω
αἴρω
ἀεκαζόμενος
ἀεκήλιος
ἀέκητι
ἀέκων
ἄελλα
ἀελλής
View word page
ἀεικέλιος

-η, -ον, and -ος, -ον

[ἀεικής.]

ShortDef

woeful, ill-favored, disgraceful

Debugging

Headword:
ἀεικέλιος
Headword (normalized):
ἀεικέλιος
Headword (normalized/stripped):
αεικελιος
IDX:
157
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.158
Key:

Data

{'content': '<p>-η, -ον, and -ος, -ον</p> <p>[ἀεικής.]</p>'}