Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

αὐχμέω
αὔω1
αὔω
ἀφαιρέω
ἄφαλος
ἀφαμαρτάνω
ἀφαμαρτοεπής
ἀφανδάνω
ἄφαντος
ἄφαρ
ἀφαρπάζω
ἀφάρτερος
ἀφαυρός
ἁφάω
ἀφέῃ
ἀφέηκε
ἀφείη
ἀφεῖλε
ἀφέλοντο
ἀφελών
ἄφενος
View word page
ἀφαρπάζω

[ἀφ-, ἀπο-n(1).]

Aor. infin. ἀφαρπάξαι.

ShortDef

to tear off

Debugging

Headword:
ἀφαρπάζω
Headword (normalized):
ἀφαρπάζω
Headword (normalized/stripped):
αφαρπαζω
IDX:
1578
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1579
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀφ-, ἀπο-n(1).]</p> <p>Aor. infin. ἀφαρπάξαι.</p>'}