Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
αὐτονυχί
αὐτός
αὐτοστάδιος
αὐτοσχεδά
αὐτοσχέδιος
αὐτοσχεδόν
αὐτοῦ
αὐτοχόωνος
αὔτως
αὐχένιος
αὐχήν
αὐχμέω
αὔω1
αὔω
ἀφαιρέω
ἄφαλος
ἀφαμαρτάνω
ἀφαμαρτοεπής
ἀφανδάνω
ἄφαντος
ἄφαρ
View word page
αὐχήν
-ένος, ὁ.
ShortDef
the neck, throat
Debugging
Headword:
αὐχήν
Headword (normalized):
αὐχήν
Headword (normalized/stripped):
αυχην
IDX:
1567
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1568
Key:
Data
{'content': '<p>-ένος, ὁ.</p>'}