Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

αὐτοδίδακτος
αὐτόδιος
αὐτοέτης
αὐτόθεν
αὐτόθι
αὐτοκασιγνήτη
αὐτοκασίγνητος
αὐτόματος
αὐτονυχί
αὐτός
αὐτοστάδιος
αὐτοσχεδά
αὐτοσχέδιος
αὐτοσχεδόν
αὐτοῦ
αὐτοχόωνος
αὔτως
αὐχένιος
αὐχήν
αὐχμέω
αὔω1
View word page
αὐτοστάδιος

[αὐτός + στα-, ἵστημι.]

stand-up (of fighting) ἐν αὐτοσταδίῃ [ὑσμίνῃ], in stand-up fighting Il. 13.325.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐτοστάδιος
Headword (normalized):
αὐτοστάδιος
Headword (normalized/stripped):
αυτοσταδιος
IDX:
1559
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1560
Key:

Data

{'content': '<p>[αὐτός + στα-, ἵστημι.]</p> <p>stand-up (of fighting) ἐν αὐτοσταδίῃ [ὑσμίνῃ], in stand-up fighting Il. 13.325.</p>'}