Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

αὐτῆμαρ
αὐτίκα
αὖθις
ἀϋτμή
ἀϋτμήν
αὐτοδίδακτος
αὐτόδιος
αὐτοέτης
αὐτόθεν
αὐτόθι
αὐτοκασιγνήτη
αὐτοκασίγνητος
αὐτόματος
αὐτονυχί
αὐτός
αὐτοστάδιος
αὐτοσχεδά
αὐτοσχέδιος
αὐτοσχεδόν
αὐτοῦ
αὐτοχόωνος
View word page
αὐτοκασιγνήτη

-ης, ἡ

[αὐτός + κασιγνήτη.]

ShortDef

an own sister

Debugging

Headword:
αὐτοκασιγνήτη
Headword (normalized):
αὐτοκασιγνήτη
Headword (normalized/stripped):
αυτοκασιγνητη
IDX:
1554
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1555
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[αὐτός + κασιγνήτη.]</p>'}