Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

αὐτάγρετος
ἀτάρ
αὖτε
ἀϋτέω
ἀυτή
αὐτῆμαρ
αὐτίκα
αὖθις
ἀϋτμή
ἀϋτμήν
αὐτοδίδακτος
αὐτόδιος
αὐτοέτης
αὐτόθεν
αὐτόθι
αὐτοκασιγνήτη
αὐτοκασίγνητος
αὐτόματος
αὐτονυχί
αὐτός
αὐτοστάδιος
View word page
αὐτοδίδακτος

[αὐτός + διδακ-, διδάσκω.]

Self-taught Od. 22.347.

ShortDef

self-taught

Debugging

Headword:
αὐτοδίδακτος
Headword (normalized):
αὐτοδίδακτος
Headword (normalized/stripped):
αυτοδιδακτος
IDX:
1549
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1550
Key:

Data

{'content': '<p>[αὐτός + διδακ-, διδάσκω.]</p> <p>Self-taught Od. 22.347.</p>'}