Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἁδινῶς
ἀδμής
ἄδμητος
ἅδοι
ἅδος
ἄδυτον
ἀεθλεύω
ἀέθλιον
ἄεθλον
ἆθλος
ἀεθλοφόρος
ἀείδω
ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικελίως
ἀεικής
ἀεικίζω
αἴρω
ἀεκαζόμενος
ἀεκήλιος
ἀέκητι
View word page
ἀεθλοφόρος

also ἀθλοφόρος Il. 9.124, 266, Il. 11.699

[ἄεθλον + -φορος, φέρω.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀεθλοφόρος
Headword (normalized):
ἀεθλοφόρος
Headword (normalized/stripped):
αεθλοφορος
IDX:
154
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.155
Key:

Data

{'content': '<p>also ἀθλοφόρος Il. 9.124, 266, Il. 11.699</p> <p>[ἄεθλον + -φορος, φέρω.]</p>'}