Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀϋσταλέος
αὐτάγρετος
ἀτάρ
αὖτε
ἀϋτέω
ἀυτή
αὐτῆμαρ
αὐτίκα
αὖθις
ἀϋτμή
ἀϋτμήν
αὐτοδίδακτος
αὐτόδιος
αὐτοέτης
αὐτόθεν
αὐτόθι
αὐτοκασιγνήτη
αὐτοκασίγνητος
αὐτόματος
αὐτονυχί
αὐτός
View word page
ἀϋτμήν

-ένος, ὁ

[cf. ἀϋτμή.]

ShortDef

breath, blast

Debugging

Headword:
ἀϋτμήν
Headword (normalized):
ἀϋτμήν
Headword (normalized/stripped):
αυτμην
IDX:
1548
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1549
Key:

Data

{'content': '<p>-ένος, ὁ</p> <p>[cf. ἀϋτμή.]</p>'}