Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

αὐλῶπις
αὖος
ἄϋπνος
αὔρα
αὔριον
ἄϋσε
ἀϋσταλέος
αὐτάγρετος
ἀτάρ
αὖτε
ἀϋτέω
ἀυτή
αὐτῆμαρ
αὐτίκα
αὖθις
ἀϋτμή
ἀϋτμήν
αὐτοδίδακτος
αὐτόδιος
αὐτοέτης
αὐτόθεν
View word page
ἀϋτέω

[ἀϋτή.]

3 pl. impf. ἀΰτευν Il. 12.160.

ShortDef

cry, shout

Debugging

Headword:
ἀϋτέω
Headword (normalized):
ἀϋτέω
Headword (normalized/stripped):
αυτεω
IDX:
1542
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1543
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀϋτή.]</p> <p>3 pl. impf. ἀΰτευν Il. 12.160.</p>'}