Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

αὐγάζομαι
αὐγή
αὐδάω
αὐδή
αὐδήεις
αὐερύω
αὖθι
αὐΐαχος
αὔλειος
αὐλή
αὐλίξομαι
αὖλις
αὐλός
αὐλῶπις
αὖος
ἄϋπνος
αὔρα
αὔριον
ἄϋσε
ἀϋσταλέος
αὐτάγρετος
View word page
αὐλίξομαι

[αὖλις.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐλίξομαι
Headword (normalized):
αὐλίξομαι
Headword (normalized/stripped):
αυλιξομαι
IDX:
1529
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1530
Key:

Data

{'content': '<p>[αὖλις.]</p>'}