Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀτιμάω
ἀτίμητος
ἀτιμίη
ἄτιμος
ἀτιτάλλω
ἄτῖτος
ἄτλητος
ἆτος
ἀτραπιτός
ἀτρεκέως
ἀτρεκής
ἀτρέμας
ἄτριπτος
ἄτρομος
ἀτρύγετος
Ἀτρυτώνη
ἄττα
ἀτύζομαι
αὖ
αὐαίνω
αὐγάζομαι
View word page
ἀτρεκής

In neut. ἀτρεκές as adv.

ShortDef

real, genuine

Debugging

Headword:
ἀτρεκής
Headword (normalized):
ἀτρεκής
Headword (normalized/stripped):
ατρεκης
IDX:
1509
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1510
Key:

Data

{'content': '<p>In neut. ἀτρεκές as adv.</p>'}