Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀδέω
ἅδην
ἀδήριτος
ἁδινός
ἁδινῶς
ἀδμής
ἄδμητος
ἅδοι
ἅδος
ἄδυτον
ἀεθλεύω
ἀέθλιον
ἄεθλον
ἆθλος
ἀεθλοφόρος
ἀείδω
ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικελίως
ἀεικής
ἀεικίζω
View word page
ἀεθλεύω

also ἀθλεύω Il. 24.734

[ἄεθλος.]

ShortDef

institute

Debugging

Headword:
ἀεθλεύω
Headword (normalized):
ἀεθλεύω
Headword (normalized/stripped):
αεθλευω
IDX:
150
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.151
Key:

Data

{'content': '<p>also ἀθλεύω Il. 24.734</p> <p>[ἄεθλος.]</p>'}