Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀτίζω
ἀτιμάζω
ἀτιμάω
ἀτίμητος
ἀτιμίη
ἄτιμος
ἀτιτάλλω
ἄτῖτος
ἄτλητος
ἆτος
ἀτραπιτός
ἀτρεκέως
ἀτρεκής
ἀτρέμας
ἄτριπτος
ἄτρομος
ἀτρύγετος
Ἀτρυτώνη
ἄττα
ἀτύζομαι
αὖ
View word page
ἀτραπιτός

-οῦ, ἡ

[ἀτραπός (prob. fr. ἀ-2 + τραπέω) + ἰτ-, εἶμι. Thus a way worn by continual treading.]

A path way or path (cf. ἀταρπός) Od. 13.195.

ShortDef

path

Debugging

Headword:
ἀτραπιτός
Headword (normalized):
ἀτραπιτός
Headword (normalized/stripped):
ατραπιτος
IDX:
1507
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1508
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, ἡ</p> <p>[ἀτραπός (prob. fr. ἀ-2 + τραπέω) + ἰτ-, εἶμι. Thus a way worn by continual treading.]</p> <p>A path way or path (cf. ἀταρπός) Od. 13.195.</p>'}