Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄαπτος
ἄασε
ἀάσχετος
ἀᾶται
ἄατος
ἀβακέω
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχρός
ἄβρομος
ἀβροτάξω
ἀβρότη
ἀγάασθε
ἄγαγον
ἀγαθός
ἀγαίομαι
ἀγακλεής
ἀγακλειτός
ἀγακλυτός
ἀγάλλω
ἄγαλμα
View word page
ἀβροτάξω
[ἀμβροτ-, ἤμβροτον. See ἁμαρτάνω.]
1 pl. aor. subj. ἀβροτάξομεν.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀβροτάξω
Headword (normalized):
ἀβροτάξω
Headword (normalized/stripped):
αβροταξω
IDX:
14
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.15
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀμβροτ-, ἤμβροτον. See ἁμαρτάνω.]</p> <p>1 pl. aor. subj. ἀβροτάξομεν.</p>'}