Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀτασθάλλω
ἀτάσθαλος
ἀτειρής
ἀτέλεστος
ἀτελεύτητος
ἀτελής
ἀτέμβω
ἄτερ
ἀτέραμνος
ἀτερπής
ἄτερπος
ἀτέω
ἄτη
ἀτίζω
ἀτιμάζω
ἀτιμάω
ἀτίμητος
ἀτιμίη
ἄτιμος
ἀτιτάλλω
ἄτῖτος
View word page
ἄτερπος

-ον

[as ἀτερπής.]

= ἀτερπής. (2): ὀϊζύος Il. 7.285.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄτερπος
Headword (normalized):
ἄτερπος
Headword (normalized/stripped):
ατερπος
IDX:
1494
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1495
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[as ἀτερπής.]</p> <p>= ἀτερπής. (2): ὀϊζύος Il. 7.285.</p>'}