Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀδευκής
ἀδέψητος
ἀδέω
ἅδην
ἀδήριτος
ἁδινός
ἁδινῶς
ἀδμής
ἄδμητος
ἅδοι
ἅδος
ἄδυτον
ἀεθλεύω
ἀέθλιον
ἄεθλον
ἆθλος
ἀεθλοφόρος
ἀείδω
ἀεικείη
ἀεικέλιος
ἀεικελίως
View word page
ἅδος

τό

[cf. ἅδην.]

Weariness Il. 11.88.

ShortDef

satiety, loathing
decree

Debugging

Headword:
ἅδος
Headword (normalized):
ἅδος
Headword (normalized/stripped):
αδος
IDX:
148
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.149
Key:

Data

{'content': '<p>τό</p> <p>[cf. ἅδην.]</p> <p>Weariness Il. 11.88.</p>'}