Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀταρβής
ἀτάρβητος
ἀταρπιτός
ἀταρπός
ἀταρτηρός
ἀτασθαλία
ἀτασθάλλω
ἀτάσθαλος
ἀτειρής
ἀτέλεστος
ἀτελεύτητος
ἀτελής
ἀτέμβω
ἄτερ
ἀτέραμνος
ἀτερπής
ἄτερπος
ἀτέω
ἄτη
ἀτίζω
ἀτιμάζω
View word page
ἀτελεύτητος

[ἀ-1 + τελευτάω.]

= ἀτέλεστος. (1): οὐκ ἐμὸν ἀτελεύτητον (my word never fails) Il. 1.527. Cf. Il. 4.175.

ShortDef

not brought to an end

Debugging

Headword:
ἀτελεύτητος
Headword (normalized):
ἀτελεύτητος
Headword (normalized/stripped):
ατελευτητος
IDX:
1488
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1489
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀ-1 + τελευτάω.]</p> <p>= ἀτέλεστος. (1): οὐκ ἐμὸν ἀτελεύτητον (my word never fails) Il. 1.527. Cf. Il. 4.175.</p>'}