Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀτάλαντος
ἀταλάφρων
ἀτάλλω
ἀταλός
ἀτάρ
ἀταρβής
ἀτάρβητος
ἀταρπιτός
ἀταρπός
ἀταρτηρός
ἀτασθαλία
ἀτασθάλλω
ἀτάσθαλος
ἀτειρής
ἀτέλεστος
ἀτελεύτητος
ἀτελής
ἀτέμβω
ἄτερ
ἀτέραμνος
ἀτερπής
View word page
ἀτασθαλία

-ης, ἡ

[ἀτάσθαλος.]

Always in pl.

ShortDef

presumptuous sin, recklessness, arrogance

Debugging

Headword:
ἀτασθαλία
Headword (normalized):
ἀτασθαλία
Headword (normalized/stripped):
ατασθαλια
IDX:
1483
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1484
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[ἀτάσθαλος.]</p> <p>Always in pl.</p>'}