Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀδελφός
ἀδευκής
ἀδέψητος
ἀδέω
ἅδην
ἀδήριτος
ἁδινός
ἁδινῶς
ἀδμής
ἄδμητος
ἅδοι
ἅδος
ἄδυτον
ἀεθλεύω
ἀέθλιον
ἄεθλον
ἆθλος
ἀεθλοφόρος
ἀείδω
ἀεικείη
ἀεικέλιος
View word page
ἅδοι

3 sing. aor. opt. ἁνδάνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἅδοι
Headword (normalized):
ἅδοι
Headword (normalized/stripped):
αδοι
IDX:
147
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.148
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. opt. ἁνδάνω.</p>'}