Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀσύφηλος
ἀσφαλέως
ἀσφαλής
ἀσφάραγος
ἀσφοδελός
ἀσχαλάω
ἀσχάλλω
ἄσχετος
ἀτάλαντος
ἀταλάφρων
ἀτάλλω
ἀταλός
ἀτάρ
ἀταρβής
ἀτάρβητος
ἀταρπιτός
ἀταρπός
ἀταρτηρός
ἀτασθαλία
ἀτασθάλλω
ἀτάσθαλος
View word page
ἀτάλλω

[cf. ἀταλός.]

To gambol Il. 13.27.

ShortDef

to skip in childish glee, gambol

Debugging

Headword:
ἀτάλλω
Headword (normalized):
ἀτάλλω
Headword (normalized/stripped):
αταλλω
IDX:
1475
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1476
Key:

Data

{'content': '<p>[cf. ἀταλός.]</p> <p>To gambol Il. 13.27.</p>'}