Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀστεμφέως
ἀστεμφής
ἀστερόεις
ἀστεροπή
ἀστεροπητής
ἀστήρ
ἀστός
ἀστράγαλος
ἀστράπτω
ἄστρον
ἄστυ
ἀστυβοώτης
ἄστυδε
ἀσύφηλος
ἀσφαλέως
ἀσφαλής
ἀσφάραγος
ἀσφοδελός
ἀσχαλάω
ἀσχάλλω
ἄσχετος
View word page
ἄστυ
-εος, τό (ϝάστὐ.
ShortDef
a city, town
Debugging
Headword:
ἄστυ
Headword (normalized):
ἄστυ
Headword (normalized/stripped):
αστυ
IDX:
1462
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1463
Key:
Data
{'content': '<p>-εος, τό (ϝάστὐ.</p>'}