Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀσσοτέρω
ἄσταχυς
ἀστεμφέως
ἀστεμφής
ἀστερόεις
ἀστεροπή
ἀστεροπητής
ἀστήρ
ἀστός
ἀστράγαλος
ἀστράπτω
ἄστρον
ἄστυ
ἀστυβοώτης
ἄστυδε
ἀσύφηλος
ἀσφαλέως
ἀσφαλής
ἀσφάραγος
ἀσφοδελός
ἀσχαλάω
View word page
ἀστράπτω

[cf. ἀστεροπή.]

ShortDef

to lighten, hurl lightnings

Debugging

Headword:
ἀστράπτω
Headword (normalized):
ἀστράπτω
Headword (normalized/stripped):
αστραπτω
IDX:
1460
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1461
Key:

Data

{'content': '<p>[cf. ἀστεροπή.]</p>'}