Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὅςτις
ἆσσον
ἀσσοτέρω
ἄσταχυς
ἀστεμφέως
ἀστεμφής
ἀστερόεις
ἀστεροπή
ἀστεροπητής
ἀστήρ
ἀστός
ἀστράγαλος
ἀστράπτω
ἄστρον
ἄστυ
ἀστυβοώτης
ἄστυδε
ἀσύφηλος
ἀσφαλέως
ἀσφαλής
ἀσφάραγος
View word page
ἀστός

-οῦ, ὁ

[ἄστυ.]

A (fellow-)citizen: ἀστοῖσιν ἀρήγων Il. 11.242: μή μιν πρὶν γνοῖεν ἀστοί Od. 13.192.

ShortDef

a townsman, citizen

Debugging

Headword:
ἀστός
Headword (normalized):
ἀστός
Headword (normalized/stripped):
αστος
IDX:
1458
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1459
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, ὁ</p> <p>[ἄστυ.]</p> <p>A (fellow-)citizen: ἀστοῖσιν ἀρήγων Il. 11.242: μή μιν πρὶν γνοῖεν ἀστοί Od. 13.192.</p>'}