Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀσπιδιώτης
ἀσπίς
ἀσπιστής
ἀσπουδί
ἄσσα
ὅςτις
ἆσσον
ἀσσοτέρω
ἄσταχυς
ἀστεμφέως
ἀστεμφής
ἀστερόεις
ἀστεροπή
ἀστεροπητής
ἀστήρ
ἀστός
ἀστράγαλος
ἀστράπτω
ἄστρον
ἄστυ
ἀστυβοώτης
View word page
ἀστεμφής

-ές

[ἀ-1 + στεμφ- as in στέμφυλον, squeezed olives. Not to be squeezed.]

Fixed, immovable, not moving Il. 3.219.

Fig.: βουλήν Il. 2.344.

ShortDef

unmoved, unshaken

Debugging

Headword:
ἀστεμφής
Headword (normalized):
ἀστεμφής
Headword (normalized/stripped):
αστεμφης
IDX:
1453
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1454
Key:

Data

{'content': '<p>-ές</p> <p>[ἀ-1 + στεμφ- as in στέμφυλον, squeezed olives. Not to be squeezed.]</p> <p>Fixed, immovable, not moving Il. 3.219.</p> <p>Fig.: βουλήν Il. 2.344.</p>'}