Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀσπάσιος
ἀσπασίως
ἀσπαστός
ἄσπερμος
ἀσπερχές
ἄσπετος
ἀσπιδιώτης
ἀσπίς
ἀσπιστής
ἀσπουδί
ἄσσα
ὅςτις
ἆσσον
ἀσσοτέρω
ἄσταχυς
ἀστεμφέως
ἀστεμφής
ἀστερόεις
ἀστεροπή
ἀστεροπητής
ἀστήρ
View word page
ἄσσα

= τινά,

acc. pl. neut. of τις: ὁπποῖʼ ἄσσα εἵματα ἕστο Od. 19.218 (see τις 3.b).

ShortDef

something, some

Debugging

Headword:
ἄσσα
Headword (normalized):
ἄσσα
Headword (normalized/stripped):
ασσα
IDX:
1447
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1448
Key:

Data

{'content': '<p>= τινά,</p> <p>acc. pl. neut. of τις: ὁπποῖʼ ἄσσα εἵματα ἕστο Od. 19.218 (see τις 3.b).</p>'}