Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄσμενος
ἀσπάζομαι
ἀσπαίρω
ἄσπαρτος
ἀσπάσιος
ἀσπασίως
ἀσπαστός
ἄσπερμος
ἀσπερχές
ἄσπετος
ἀσπιδιώτης
ἀσπίς
ἀσπιστής
ἀσπουδί
ἄσσα
ὅςτις
ἆσσον
ἀσσοτέρω
ἄσταχυς
ἀστεμφέως
ἀστεμφής
View word page
ἀσπιδιώτης
[ἀσπιδ-, ἀσπίς.]
Shield-bearing, warlike: ἀνέρας Il. 2.554, Il. 16.167.
ShortDef
shield-bearing, a warrior
Debugging
Headword:
ἀσπιδιώτης
Headword (normalized):
ἀσπιδιώτης
Headword (normalized/stripped):
ασπιδιωτης
IDX:
1443
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1444
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀσπιδ-, ἀσπίς.]</p> <p>Shield-bearing, warlike: ἀνέρας Il. 2.554, Il. 16.167.</p>'}