Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀσθμαίνω
ἀσινής
ἄσις
ἄσιτος
ἀσκελέως
ἀσκελής
ἀσκέω
ἀσκηθής
ἀσκητός
ἄσκοπος
ἀσκός
ἄσμενος
ἀσπάζομαι
ἀσπαίρω
ἄσπαρτος
ἀσπάσιος
ἀσπασίως
ἀσπαστός
ἄσπερμος
ἀσπερχές
ἄσπετος
View word page
ἀσκός
-οῦ, ὁ.
ShortDef
a leathern-bag, a wine-skin
Debugging
Headword:
ἀσκός
Headword (normalized):
ἀσκός
Headword (normalized/stripped):
ασκος
IDX:
1432
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1433
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ὁ.</p>'}