Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄσβεστος
ἆσε
ἄσειν
ἀσήμαντος
ἆσθμα
ἀσθμαίνω
ἀσινής
ἄσις
ἄσιτος
ἀσκελέως
ἀσκελής
ἀσκέω
ἀσκηθής
ἀσκητός
ἄσκοπος
ἀσκός
ἄσμενος
ἀσπάζομαι
ἀσπαίρω
ἄσπαρτος
ἀσπάσιος
View word page
ἀσκελής
-ές
[app. ἀ-2 + σκέλλω. Thus (1) dried up, and so withered,, (2) rigid (like dried wood).]
Hence
ShortDef
dried up, withered
Debugging
Headword:
ἀσκελής
Headword (normalized):
ἀσκελής
Headword (normalized/stripped):
ασκελης
IDX:
1427
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1428
Key:
Data
{'content': '<p>-ές</p> <p>[app. ἀ-2 + σκέλλω. Thus (1) dried up, and so withered,, (2) rigid (like dried wood).]</p> <p>Hence</p>'}