Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄσατο
ἄσβεστος
ἆσε
ἄσειν
ἀσήμαντος
ἆσθμα
ἀσθμαίνω
ἀσινής
ἄσις
ἄσιτος
ἀσκελέως
ἀσκελής
ἀσκέω
ἀσκηθής
ἀσκητός
ἄσκοπος
ἀσκός
ἄσμενος
ἀσπάζομαι
ἀσπαίρω
ἄσπαρτος
View word page
ἀσκελέως

[adv. fr. ἀσκελής.]

Unrelentingly Il. 19.68.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀσκελέως
Headword (normalized):
ἀσκελέως
Headword (normalized/stripped):
ασκελεως
IDX:
1426
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1427
Key:

Data

{'content': '<p>[adv. fr. ἀσκελής.]</p> <p>Unrelentingly Il. 19.68.</p>'}