Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄσαμεν
ἀσάμινθος
ἄσασθαι
ἄσατο
ἄσβεστος
ἆσε
ἄσειν
ἀσήμαντος
ἆσθμα
ἀσθμαίνω
ἀσινής
ἄσις
ἄσιτος
ἀσκελέως
ἀσκελής
ἀσκέω
ἀσκηθής
ἀσκητός
ἄσκοπος
ἀσκός
ἄσμενος
View word page
ἀσινής

[ἀ-1 + σίνομαι.]

Unharmed Od. 11.110 = Od. 12.137.

ShortDef

unhurt, unharmed; doing no harm

Debugging

Headword:
ἀσινής
Headword (normalized):
ἀσινής
Headword (normalized/stripped):
ασινης
IDX:
1423
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1424
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀ-1 + σίνομαι.]</p> <p>Unharmed Od. 11.110 = Od. 12.137.</p>'}